Skip to main content

Ιστορία

Καπέδες: ιστορία πολλών αιώνων
Η Κύπρος η χαλκόεσσα γη, διαμόρφωσε τον εθνικό και πολιτιστικό χαρακτήρα της κατά τη Μυκηναϊκή Εποχή, όταν εγκαταστάθηκαν στην Κύπρο οι Αχαιοί γύρω στο 1200 π.Χ.. Από τότε εδραιώθηκε η ελληνική γλώσσα στο νησί και υιοθετήθηκε ο τρόπος ζωής και ο πολιτισμός των Αχαιών, που η παρουσία τους στην Μεσόγειο ήταν έντονη. Οι Κύπριοι δεν έπαψαν, όμως, να έχουν εμπορικές επαφές και να δέχονται επιδράσεις κι από τους γειτονικούς λαούς της Ανατολής. Στους αιώνες που ακολούθησαν, οι επιδράσεις των κατακτητών δεν μπόρεσαν να τους αποξενώσουν από την παράδοση τους ούτε ν’ αλλοιώσουν τα βασικά στοιχεία του πολιτισμού τους, όσο και αν στην πληθυσμιακή σύνθεση του κυπριακού λαού ενσωματωθήκαν και αφομοιώθηκαν ξανά στοιχεία.

Η ιστορία του Χωριού των Καπέδων χάνεται κι αυτή στα βάθη των αιώνων και ακουμπά στην αρχαιότητα του χαλκού, αφού βρίσκεται κοντά στην περιοχή των αρχαίων μεταλλείων χαλκού της Ταμασσού, όπως επίσης και του μεταλλείου χαλκού, χρυσού και χαλκούχου σιδηροπυρίτη, στα βορειοανατολικά της κοινότητας. Αυτό επιβεβαιώνει και ο Αρχιμανδρίτης Κυπριανός (1788), ο οποίος γράφει ότι εις την γην των Καπέδων ευγενή το πράσινόν χώμα, έχοντας πιθανώς υπόψιν τη σκουριά των μετάλλων. Στους Καπέδες υπήρξε ένα από τα μεγαλύτερα εργοστάσια επεξεργασίας χαλκού. Σε παλιότερες εποχές, στην ευρύτερη περιοχή του χωριού υπήρχαν διάφοροι αρχαίοι οικισμοί που εξαφανίστηκαν με το πέρασμα του χρόνου. Ένας τέτοιος οικισμός, ανατολικά του χωριού, γύρων στα 4 χλμ., στην τοποθεσία ‘’Χελιδόνια’’, εξαφανίστηκε εξολοκλήρου από τη φοβερή ασθένεια της εποχής εκείνης, την πανώλη. Άλλος ένας οικισμός, επίσης στ’ ανατολικά του χωριού, βρισκόταν στην τοποθεσία ‘’Μεσούτης’’. Ένας άλλος οικισμός της Ρωμαϊκής Εποχής ήταν ‘’Η Παλιοκλησιά’’. Ο οικισμός αυτός πήρε το όνομα του από μια παλιά εκκλησία που βρισκόταν στην περιοχή.

Στους πρώτες αιώνες της βυζαντινής κυριαρχίας, το νησί γνώρισε μια μακρά περίοδο ειρήνης και ευημερίας. Τον 5ο, μάλιστα, αιώνα η Ορθόδοξη Εκκλησία της Κύπρου απέκτησε μεγάλο κύρος, καθώς αναγνωρίστηκε από τον Αυτοκράτορα της Κωνσταντινούπολης ως ανεξάρτητη και αυτοκέφαλη. Η ειρηνική αυτή περίοδος διακόπηκε βίαια, των 7ο αιώνα, από τις αραβικές επιδρομές. Οι Άραβες έθεσαν την Κύπρο στο στόχαστρό τους, γιατί την έκριναν σημαντική στην προσπάθεια διάδοσης της μωαμεθανικής θρησκείας και επέκτασης του ισλαμικιού κράτους στη Μεσόγειο.

Για πολλά χρόνια οι Κύπριοι βρίσκονταν ανάμεσα σε δυο αντίπαλους, Βυζαντινούς και Άραβες και δεινοπαθούσαν. Επειδή ίομως οι δυο ανταγωνιστές αδυνατούσαν να ελέγξουν απολυτά το νησί. Εφάρμοσαν ένα καθεστώς σιωπηλής, διπλής κυριαρχίας. Η εποχή ανασφάλειας και των κινδύνων τελείωσε το 965, όταν ο αυτοκράτορας Νικηφόρος Φωκάς κατατρόπωσε τους Άραβες και απάλλαξε το νησί από τις επιθέσεις τους. Από τη βυζαντινή παρουσία του νησί σώζονται εκκλησίες και μοναστήρια με θαυμάσιά μωσαϊκά. Στους ναούς των Καπέδων οι επιδράσεις της βυζαντινής ναοδομίας και αγιογραφίας είναι έκδηλες. Δυστυχώς η ηρεμία δεν κράτησε για πολύ στο νησί, γιατί ακολούθησαν οι σταυροφορίες των Ευρωπαίων προς του Αγίους Τόπους, οι οποίοι δεν δίσταζαν στο πέρασμα τους να λεηλατήσουν το νησί. Το 1191, μάλιστα, ο Άγγλος βασιλιάς Ριχάρδος ο Λεοντόκαρδος κατέκτησε την Κύπρο, για να την πουλήσει αργότερα στον Φράγκο ευγενή Γκυ ντε Λουζινιάν. Έτσι τελείωσε η βυζαντινή κυριαρχία στην Κύπρο και άρχισε η Φραγκοκρατία. Οι Καπέδες υφίσταντο κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας και προς αυτής, κατά τις περιόδους της Φραγκοκρατίας και της Ενετοκρατίας. Το μοναστήρι του Μαχαιρά διέθετε στην περιοχή του χωριού σεβαστή κτηματική περιουσία, αφού αρκετοί μοναχοί, κυρίως κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας, κατάγονταν από του Καπέδες και με το που ενδύονταν το ράσο, μετέφεραν την κτηματική τους περιουσία στο μοναστήρι.